- συναφή
- η, ΝΑ [συνάπτω]σύναψη, σύνδεση, συνένωσηαρχ.1. αστρολ. α) σύζευξη τών αστέρωνβ) προσαρμογή αστέρα στα πεπρωμένα ενός ατόμου την οποία κάνει αστρολόγοςγ) (για τον γαλαξία) διακλάδωση2. (για ποταμούς) συμβολή3. σαρκική επαφή, συνουσία4. αστρον. το σημείο τομής τής τροχιάς ουράνιου σώματος με την εκλειπτική, αλλ. σύνδεσμος5. το σημείο ή η γραμμή μιας οποιασδήποτε ένωσης6. μαθημ. το σημείο επαφής ενός κύκλου ή μιας κυκλικής επιφάνειας και μιας εφαπτόμενης ευθείας γραμμής7. ο κοινός φθόγγος σε δύο τετράχορδα8. συνδυασμός, ιδίως συνδυασμός τής χριστιανικής και τής ελληνικής σκέψης9. συνέχεια («διὰ τὴν συναφήν τῆς καινῆς [διαθήκης] πρὸς τὴν παλαιάν», Ωριγ.)10. εκκλ. (σχετικά με τις φύσεις τού Ιησού) η ιδιότητα τού ενιαίου11. μτφ. δεσμός συμπάθειας, εκτίμηση ή και συναισθηματική προσκόλληση σε κάποιον12. φρ. «κατὰ συναφήν» — σε συσχετισμό με κάποιον ή με κάτι (Επίκ.).
Dictionary of Greek. 2013.